- αγλαόφημος
- ἀγλαόφημος, -ον (Α)αυτός που έχει λαμπρή, μεγάλη φήμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + φήμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλαοφήμου — ἀγλαόφημος of splendid fame masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόφημοι — ἀγλαόφημος of splendid fame masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)